ματόκλαδο — το η βλεφαρίδα, το ματοτσίνορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματοτσύνορο — και ματοτσύνουρο, το η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + τσύνορο / τσύνουρο βλ. και ματόκλαδο] … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
ματόφυλλο — το βλέφαρο, ματόκλαδο («τί θαρρείτε, έλεγεν ο Χαδούλης παίζοντας απάνω κάτω τα ματόφυλλά του», Καρκαβίτσας) … Dictionary of Greek
τσύνορο — και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματό κλαδο*, ματό… … Dictionary of Greek
βλεφαρίδα — η το ματοτσίνορο, το ματόκλαδο: Οι βλεφαρίδες της είναι βαμμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματοτσίνορο — ματοτσίνορο, το και ματοτσίνουρο, το η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο: Είχε μακριά και πυκνά ματοτσίνορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)